беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: עָוֹן, פֶּשַׂע, תּוֹעבָה, רשַׂע.